- φωτονεφέλη
- η1. φωτεινή νεφέλη.2. νεφέλωμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτονεφέλη — η, Ν 1. φωτεινή νεφέλη 2. νεφέλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + νεφέλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κλ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek